διέφθειρε

διέφθειρε
διαφθείρω
destroy utterly
aor ind act 3rd sg
διαφθείρω
destroy utterly
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διέφθειρ' — διέφθειρα , διαφθείρω destroy utterly aor ind act 1st sg διέφθειρε , διαφθείρω destroy utterly aor ind act 3rd sg διέφθειρε , διαφθείρω destroy utterly imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • Κτίμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός ήρωας. Από αυτόν πήρε την ονομασία της η πόλη των Δολόπων Κτιμένες. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πατέρας του Ευρυδάμαντα, γνωστού από τη συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία. 2. Γιος του Γανύκτορα που …   Dictionary of Greek

  • διαφθείρω — διάφθειρα και διέφθειρα, διαφθάρ(θ)ηκα, διαφθαρμένος 1. καταστρέφω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, του κάνω κακό: Οι κακές παρέες τον διαφθείρουν. 2. αποπλανώ, ατιμάζω: Τη διέφθειρε και μετά εξαφανίστηκε. 3. δωροδοκώ, εξαγοράζω κάποιον με δώρα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”